-
1 ακρογωνιαίος
ακρογωνιαίος, -α, -ο1) краеугольный камень, полагающийся в основание фундамента;2) Христос:Ο Χριστός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της Εκκλησίας — Христос – краеугольный камень Церкви
Этим.< ακρογωνιαίος < άκρος + γωνιαίος < γωνία «край + угол». Словосочетание «краеугольный камень» употребляется в Новом Завете по отношению к Христу как основанию Церкви:εποικοδομηθέντες επί τω θεμελίω των αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου λίθου αυτού Χριστού Ιησού (Εφ. 2, 20) — быв утверждены на основании Апостолов и пророков, имея Самого Иисуса Христа краеугольным камнем (Еф. 2, 20)
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ακρογωνιαίος
См. также в других словарях:
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek